- νωμώ
- νωμῶ, -άω (Α)1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ'», Πίνδ.)3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων», Ομ. Οδ.β. «ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ' ἐθέλω», Πίνδ.)4. (σχετικά με όπλο) χειρίζομαι επιδέξια («ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα», Ομ. Ιλ.)5. (για ηνίοχο) ελαύνω το άρμα6. (σχετικά με τα μέλη τού σώματος) κινώ ελαφρά, γρήγορα και επιδέξια («λαιψηρὰ δὲ γούνατ' ἐνώμα φευγέμεναι», Ομ. Ιλ.)7. παίζω τα μάτια μου8. (για πτηνό) κινώ ελαφρά τα φτερά9. μτφ. α) κυβερνώ, διοικώβ) μελετώ, σχεδιάζω, ανακινώ στον νού μουγ) παρατηρώ κάτι το οποίο κινεί την προσοχή μου10. μέσ. νωμῶμαι, -άομαικατέχω, εξουσιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ- τού θ. νεμ- τού νέμω (πρβλ. τρέπω: τρωπάω, στρέφω: στρωφάω), βλ. λ. νέμω. Η βαθμίδα αυτή εμφανίζεται και σε δύο συνθ. σε νώμᾱς: εὐνώμας, ἱππονώμας].
Dictionary of Greek. 2013.